- ἐρατεινός
- ἐρᾰτεινός1 delightful
τᾶς ἐρατεινὸν ὕδωρ πίομαι O. 6.85
ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι I. 5.53
ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι fr. 122. 7.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τᾶς ἐρατεινὸν ὕδωρ πίομαι O. 6.85
ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι I. 5.53
ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι fr. 122. 7.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ερατεινός — ἐρατεινός, ή, όν (Α) εράσμιος, αγαπητός, χαριτωμένος (α. «Ἴλιον εἰς ἐρατεινήν» β. «ἐρατεινή ἠνορέη» ανδρεία, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερατός + εινός, κατ’ αναλογία προς τα αλγ εινός, ποθ εινός] … Dictionary of Greek
ἐρατεινός — lovely masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατεινά — ἐρατεινός lovely neut nom/voc/acc pl ἐρατεινά̱ , ἐρατεινός lovely fem nom/voc/acc dual ἐρατεινά̱ , ἐρατεινός lovely fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατεινῶν — ἐρατεινός lovely fem gen pl ἐρατεινός lovely masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατεινόν — ἐρατεινός lovely masc acc sg ἐρατεινός lovely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατειναῖς — ἐρατεινός lovely fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατειναί — ἐρατεινός lovely fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατεινοί — ἐρατεινός lovely masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατεινοῦ — ἐρατεινός lovely masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατεινούς — ἐρατεινός lovely masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατεινῆς — ἐρατεινός lovely fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)